- μοτοποδήλατο
- τομηχανοκίνητο δίκυκλο όχημα μικρού κυβισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοτοποδήλατο — το τεχνολ. μικρό δίτροχο μεταφορικό μέσο, εφοδιασμένο με μικρό βενζινοκινητήρα, κυβισμού 50 έως 75 κυβικών εκατοστομέτρων, αλλ. μοτοσακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorbicycle] … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μηχανάκι — το [μηχανή] δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα, κυρίως το μοτοποδήλατο … Dictionary of Greek
μοτοσακό — το άκλ. το μοτοποδήλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motosacco < γαλλ. moto (< moteur «κινητήρας»)] … Dictionary of Greek